χοχλακιάζω

χοχλακιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χοχλακιάζω" в других словарях:

  • χοχλακιάζω — και χοχλακίζω και χοχλακώ βλ. κοχλάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοχλακιάζω — Ν κοχλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοχλακώ, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • χοχλάκιασμα — το, Ν [χοχλακιάζω] κοχλασμός …   Dictionary of Greek

  • χοχλακώ — και χοχλακάω Ν χοχλακιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλακώ, με προληπτική αφομοίωση του κ σε χ ] …   Dictionary of Greek

  • χοχλάκιασμα — χοχλάκιασμα, το και χοχλάκισμα, το, ατος η ενέργεια του χοχλακιάζω, κοχλασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοχλακίζω — βλ. χοχλακιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοχλακώ — και χοχλακάω βλ. χοχλακιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»